ξελιγώνω

ξελιγώνω
μετ. вызывать головокружение, тошноту (от голода);

ξελιγώνω στην πείνα — уморить кого-л. голодом;

ξελιγώνομαι

1) — чувствовать головокружение, тошноту (от голода);

ξελιγώνομαι στην πείνα — изголодаться, изнемогать от голода;

2) чувствовать слабость, расслабленность, изнеможение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξελιγώνω" в других словарях:

  • ξελιγώνω — ξελιγώνω, ξελίγωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξελιγώνω — 1. παραλύω κάποιον από ηδονή ή ευχαρίστηση 2. προκαλώ σε κάποιον λιγούρα, ζαλάδα 3. καταπονώ, κουράζω υπερβολικά 4. (το μέσ.) ξελιγώνομαι α) με πιάνει λίγωμα β) αναλαμβάνω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι από λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek

  • ξελιγώνω — ξελίγωσα, ξελιγώθηκα, ξελιγωμένος 1. προκαλώ λιγούρα, ζάλη, αναγούλα, κουράζω κάποιον: Με ξελίγωσε με την επιμονή του. 2. το μέσ., ξελιγώνομαι νιώθω ζάλη από πείνα, κουράζομαι: Ξελιγώθηκα από πείνα. 3. για γυναίκα, μεθώ, αποχαυνώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγγεύω — 1. λιγώνω, ξελιγώνω, κάνω κάποιον να αποχαυνωθεί ερωτικά 2. κάνω νάζια, σκέρτσα 3. πηδώ, σκιρτώ, σπαρταρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγγάζω κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξελίγωμα — το [ξελιγώνω] 1. παράλυση από ηδονή ή ευχαρίστηση 2. αίσθημα πείνας, λιγούρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»